ημιολία

ημιολία
Ιστιοφόρο με κατάρτια ημιόλια ή ημιολικά. Τα κατάρτια αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στα ημιόλια τα γνωστά με την ονομασία γκλίζες του τουρκέτου, στις γκλίζες της μαΐστρας και στα επίδρομα, που λέγονται συνήθως μπούμες. Η ίδια λέξη, στο ουδέτερο γένος της (ημιόλιον) συναντάται σε συμφωνητικά γραμμένα στην αρχαία ελληνική, που ανήκουν χρονολογικά στην ελληνιστική και στη ρωμαϊκή εποχή. Σήμαινε το επιπλέον μισό μαζί με το αρχικό κεφάλαιο ή μόνο το 50%. Εκτός από τη χρήση της ως ουσιαστικού η λέξη χρησιμοποιήθηκε και ως επίθετο, μπροστά από τα ουσιαστικά τίμημα, αργύριον κ.ά. Στην περίπτωση αυτή σήμαινε πάντοτε το άθροισμα του αρχικού ποσού με άλλο μισό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιολία — ἡμιολίᾱ , ἡμιόλιος containing one and a half fem nom/voc/acc dual ἡμιολίᾱ , ἡμιόλιος containing one and a half fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίᾳ — ἡμιολίᾱͅ , ἡμιόλιος containing one and a half fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόλια — ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίας — ἡμιολίᾱς , ἡμιόλιος containing one and a half fem acc pl ἡμιολίᾱς , ἡμιόλιος containing one and a half fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίαι — ἡμιολίᾱͅ , ἡμιόλιος containing one and a half fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίαν — ἡμιολίᾱν , ἡμιόλιος containing one and a half fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόλι' — ἡμιόλια , ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc pl ἡμιόλιε , ἡμιόλιος containing one and a half masc voc sg ἡμιόλιαι , ἡμιόλιος containing one and a half fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • τριημιολία — ή τριηρημιολία, ἡ, Α ελαφρό πολεμικό πλοίο χωρίς κατάστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἡμιολία «ελαφρό πλοίο με κουπιά». Ο τ. τριηρημιολία (< τριήρης + ἡμιολία) πρέπει μάλλον να διορθωθεί σε τριημιολία] …   Dictionary of Greek

  • Hellenistic-era warships — The famous 2nd century BC Nike of Samothrace, standing atop the prow of an oared warship, most probably a trihemiolia. From the 4th century BC on, new types of oared warships appeared in the Mediterranean Sea, superseding the trireme and… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”